- καλοταιριάζω
- καλοταίριασα και καλοταίριαξα, καλοταιριάστηκα και καλοταιριάχτηκα, καλοταιριασμένος και καλοταιριαγμένος, τα ταιριάζω καλά: Το αντρόγυνο αυτό είναι καλοταιριασμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.