καλοταιριάζω

καλοταιριάζω
καλοταίριασα και καλοταίριαξα, καλοταιριάστηκα και καλοταιριάχτηκα, καλοταιριασμένος και καλοταιριαγμένος, τα ταιριάζω καλά: Το αντρόγυνο αυτό είναι καλοταιριασμένο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοταιριάζω — 1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω 2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω 3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον 4. απρόσ. καλοταιριάζει αρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως …   Dictionary of Greek

  • καλοταίριασμα — το [καλοταιριάζω] τέλεια εναρμόνιση, συνταίριασμα, ευάρμοστος συνδυασμός …   Dictionary of Greek

  • καλοταίριαστος — και καλοταίριαχτος, η, ο [καλοταιριάζω] αυτός που συνδυάζεται με επιτυχία, που εναρμονίζεται εντελώς, που συμφωνεί τελείως, καλοταιριασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”